εξήντα

εξήντα
εξήντα шестьдесят

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξήντα" в других словарях:

  • εξήντα — οι, τα (AM ἑξήκοντα Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά) σύνολο έξι δεκάδων νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα εξήντα συμβολική παράσταση τού αριθμού εξήντα 2. (για χρονολογίες και ηλικία) το εξηκοστό έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξήκοντα] …   Dictionary of Greek

  • εξήντα — οι, τα αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα έξι δεκάδων, ο αριθμός 60. 2. σε χρονολογίες και ηλικίες χρησιμοποιείται συχνά με το ουδ. του άρθρ. στη θέση του τακτ. εξηκοστός: Το εξήντα π.Χ. (το εξηκοστό έτος π.Χ.). – Πήρε σύνταξη στα εξήντα (στο εξηκοστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'ξήντα — ἐξήντᾱ , ἐκ ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηκονταετής — ές (AM εξηκονταέτης, ες) αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών νεοελλ. 1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις ηλικίας εξήντα ετών ο εξηντάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ετής (< …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • εξήκοντα — οι, τα βλ. εξήντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Fεξ ή κοντα, όπου το η ερμηνεύεται αναλογικά προς τον τ. πεντήκοντα, πρβλ. και εβδομ ήκοντα, ενενήκοντα. Το νεοελλ. εξήντα < εξήκοντα, πρβλ. πενήντα < πεντήκοντα] …   Dictionary of Greek

  • εξηκοστός — ή, ό (AM ἑξηκοστός, ή, όν, Α και ἐξήκοιστος) 1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν) καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή δασμός… …   Dictionary of Greek

  • εξηντάρης — ο (θηλ. εξηντάρα) [εξήντα] ηλικίας εξήντα ετών …   Dictionary of Greek

  • εξηνταριά — η [εξήντα] φρ. «καμιά εξηνταριά» περίπου εξήντα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Egaleo — Αιγάλεω Estavromenou Square Location …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»